- υπερορόφιος
- -ον Α(δ. γρφ.) βλ. ὑπερωρόφιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερωρόφιος — και δ. γρφ. ὑπερορόφιος, ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από την οροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ωρόφιος (< ὄροφος), πρβλ. ὑπ ωρόφ ιος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek